- κνυζώ
- (I)κνυζῶ, -έω (Α)1. (ενεργ. και μέσ.) (για σκύλους) βγάζω σιγανή και παραπονιάρικη φωνή2. μέσ. μτφ. κνυζοῡμαι, -έομαι(για νήπια) κλαψουρίζω («έν ὕπνῳ κνυζεῡνται φωνεῡντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας. Τυχαία θεωρείται η ομοιότητά του με το λιθουαν. kniaukti «νιαουρίζω»].————————(II)κνυζῶ, -όω (Α) [κνύζα (Ι)]1. κάνω κάτι σκοτεινό ή μουντό2. ξύνω, κνύζω*.
Dictionary of Greek. 2013.